- χαλδαϊκός
- -ή, -ό / χαλδαΐκός, -ή, -όν, ΝΜΑ [Χαλδαῑος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χαλδαίους ή στη χώρα τους2. φρ. «Χαλδαϊκή Εκκλησία»εκκλ. τμήμα τής Νεστοριανής Εκκλησίας, που είχε σημαντική παρουσία στη Μεσοποταμία και στην Περσία από τον 5ο αιώνα, αλλά διασκορπίστηκε αργότερα και, σήμερα, είναι μια ουνιτική Εκκλησία με έδρα τη Βαγδάτηβ) «χαλδαϊκή γλώσσα» — αρχαία γλώσσα τής βορειοανατολικής Ανατολίας, επίσημη γλώσσα τής Ουραρτού από τον 9ο έως τον 6ο αιώνα π.Χ., αλλ. ουραρτική ή βανική γλώσσα.
Dictionary of Greek. 2013.